Πάλι τα ίδια. Άλλος ένας. Μόλις τον είδα σταύρωσε τα πόδια του και έστρεψε το βλέμμα του επιτηδευμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε συνηθίσει τα βλέμματα αποστροφής. Όχι ότι δεν τον πείραζε -κάθε φορά ήταν σαν κάτι να σφίγγοταν μέσα του, αλλά, να, είχε συνηθίσει πως έτσι είναι, πως έτσι θα είναι.
Είναι άλλοι δύο πιο πέρα, κάθονται στα σπαστά καρεκλάκια τους κάτω από την ομπρέλα, μιλάνε και χαχανίζουν, ίσως να καταφέρει να δει ανάμεσα στα σκέλια τους. Περνάει από μπροστά τους, ούτε πολύ κοντά -δεν θέλει να τους τρομάξει, αλλά ούτε πολύ μακρυά -θέλει να δει. Το βλέμμα του κεντράρει, δεν έχουν νόημα οι ντροπές, πρώτα κοιτάζει στα αρχίδια του ενός, μετα στου άλλου.
Έφτασε στο τέρμα του κολπίσκου. Έχει κόσμο σήμερα, είναι που είχε συννεφιά τις προηγούμενες μέρες και ήρθαν όλοι μαζεμένοι. Θα ανέβει επάνω, θα το κάνει κι ας μην τον βαστούν τα γόνατά του. Θα ανέβει επάνω στους λόφους, να πάρει μάτι από ψηλά.
Εδώ τα βράχια θέλουν προσοχή. Μικρά βήματα, αργά, μην χάσει την ισορροπία του. Δεν είναι που τον νοιάζει μην γίνει ρεζίλι. Μην σπάσει τίποτα, μην τον βρει κάνα μεγαλύτερο κακό, αυτό τον νοιάζει. Ένα βήμα ακόμα. Δεν έπρεπε να την είχε κάνει εκείνη την γαμημένη την εγχείρηση. Πονούσε πριν, αλλά τουλάχιστο τις καλές μέρες τα βήματά του ήταν σταθερά. Τώρα τα βήματά του ήταν σαν μικρού παιδιού. Κάθε βήμα μια επικείμενη πτώση. Ένα βήμα ακόμα.
Ξαποσταίνει μια στιγμή, να πάρει μιαν ανάσα. Γυρνά το βήμα του προς τα πίσω. Ο ένας από τους δυό σηκώνεται για βουτιά. Όρθιος είναι σαν άγαλμα. Σε κάθε εκατοστό του σώματός του διαγράφονται μύες ή κόκκαλα. Ατόφια η δύναμη της νιότης, η δύναμη της ομορφιάς. Με δυό βήματα βουτάει στην θάλασσα. Τόση ομορφιά, τόση ομορφιά πονάει. Να τον περιμένει να βγει έξω για να τον δει καλά και από μπροστά; Έχει ήδη αρχίσει να ζαλίζεται απ'τον ήλιο, πόσες ώρες είναι εδώ; Μία; Δύο; Ο μικρός φωνάζει από την θάλασσα κάτι στον φίλο του. Ακόμα και η φωνή του είναι όμορφη. Το γέλιο του, το χαμόγελό του. Πόσο νά΄ναι; Εικοσιέξι- εικοσιεφτά;
Δεν το περίμενε ότι θα έφτανε κοντά στο ογδόντα. Με αδύναμα πόδια, με αδύναμη καρδιά, με την σάρκα του να φλέγεται ακόμα, πορνόγερος, ανώμαλος -ήξερε τι είναι, ήξερε πως φαίνεται στους άλλους. Ο μικρός βγήκε έξω, πλησιάζει στον φίλο του, κάτι λένε, τον κοιτάνε και γελάνε. Η ντροπή είναι πολυτέλεια πια. Είχε συνηθίσει. Θα προχωρήσει. Θα ανέβει στους λόφους από επάνω. Προσεκτικά μόνο, μην πέσει. Τι ώρα είναι; Προλαβαίνει. Ένα βήμα ακόμα.